πόσσις

πόσσις
πόσσῑς , πόσις 1
husband
masc acc pl (epic doric ionic aeolic)
πόσις 1
husband
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πόσσις — husband fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόσσι — Πόσσις husband fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσις — εως, και ποιητ. τ. πόσσις, ιος, ὁ, Α 1. ο σύζυγος 2. ο νόμιμος σύζυγος σε διάκριση από τον μη νόμιμο 3. φρ. «κρυπτός σύζυγος» ο παράνομος σύζυγος, ο εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόσις (< *πότις, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι ) ανάγεται σε… …   Dictionary of Greek

  • Πόσσ' — Πόσσι , Πόσσις husband fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”